- ἀνῷγεν
- ἀνῷγεν: see ἀνοίγω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνῷγεν — ἀνοίγνυμι open imperf ind act 3rd sg ἀνοίγνυμι open aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνωγεν — ἄ̱νωγεν , ἄνωγα command plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄνωγα command perf ind act 3rd sg ἄνωγα command plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄ̱νωγεν , ἄνωγα command imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνωγα command imperf ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek